συγκόλληση

συγκόλληση
[синколлиси] та. Θ. склеивание, паяние, пайка,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συγκόλληση" в других словарях:

  • συγκόλληση — Η επανένωση δύο μεταλλικών τμημάτων και η πλήρης αποκατάσταση τους σε ένα ενιαίο κομμάτι. Γίνεται κυρίως με τη μέθοδο της φλόγας (οξυγονοκόλληση) και του βολταϊκού τόξου (ηλεκτροσυγκόλληση). Και οι δύο μέθοδοι στηρίζονται στην υψηλή θερμοκρασία.… …   Dictionary of Greek

  • συγκόλληση — η σύνδεση δύο πραγμάτων με κόλλα ή άλλο τρόπο: Έδωσε το σπασμένο άξονα του αυτοκινήτου στον οξυγονοκολλητή για συγκόλληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκολλήσῃ — συγκολλήσηι , συγκόλλησις gluing together fem dat sg (epic) συγκολλάω glue aor subj mid 2nd sg (attic ionic) συγκολλάω glue aor subj act 3rd sg (attic ionic) συγκολλάω glue fut ind mid 2nd sg (attic ionic) συγκολλάω glue aor subj mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… …   Dictionary of Greek

  • κόλληση — η (AM κόλλησις) [κολλώ] 1. συνένωση δύο σωμάτων με ή χωρίς παρεμβολή κόλλας ή άλλου συνδετικού υλικού, η συγκόλληση 2. το υλικό που χρησιμοποιείται για συγκόλληση νεοελλ. 1. σημείο όπου έγινε η ένωση δύο αντικειμένων με κόλλα 2. κράμα κασσιτέρου… …   Dictionary of Greek

  • συγκολλητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκόλληση («συγκολλητική διεργασία») 2. κατάλληλος για συγκόλληση («συγκολλητικές ουσίες») 3. φρ. α) «συγκολλητικές γλώσσες» γλωσσ. γλώσσες, όπως είναι η Τουρκική, η Ουγγρική, η Σουαχίλι κ.ά., που… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • ιονόσφαιρα — Το ιονισμένο τμήμα της ανώτερης ατμόσφαιρας που ξεκινά περίπου από τα 50 χλμ. (το πάνω άκρο της κρατόσφαιρας) και φτάνει σε απόσταση μεγαλύτερη από 1.000 χλμ. Η ι. αποτελείται από αραιό, ελαφρώς ιονισμένο πλάσμα που βρίσκεται μέσα στο μαγνητικό… …   Dictionary of Greek

  • κόλλημα — το (AM κόλλημα) [κολλώ] καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί νεοελλ. 1. κόλληση, συγκόλληση 2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα 3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα 4. βοτ. γένος λειχήνων τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»